- στείρος
- -α, -ο / στεῑρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και στερρός, -όν, Ααυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)νεοελλ.1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή) άγονος, χωρίς αποτέλεσμα, ατελέσφορος («στείρα αντιπαράθεση»)2. μη παραγωγικός, άκαρπος («στείρο έδαφος»)3. καθετί που δεν περιέχει μικροβιακά σπόρια ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης4. το θηλ. ως ουσ. η στείραονομασία τού ψαριού πολυπρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στεῖρος σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. στεῖρα* «γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, παρθένα» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τού άγονου, αυτού που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει].
Dictionary of Greek. 2013.